Πέμπτη 31 Μαΐου 2007

Τα σκουπίδια της ζωής μου


Εδώ αγαπητοί φίλοι κι οχτροί βλέπετε τη ζωή μου ωρέ.

Τα επαγγελματικά μου όνειρα είναι το τσίγκινο κουτάκι δεξιά,

τα σχέδια μου παντός είδους για το μέλλον είναι ο εξαίρετος χάρτης της Ελβετίας (τόσο ξενέρωτα όνειρα ναι),

η δίψα μου για ζωή είναι ότι απέμεινε μέσα στα πλαστικά μπουκάλια που διακρίνονται,

οι προσωπικές μου σχέσεις είναι τα τσαλακωμένα χαρτιά τριγύρω (τουλάχιστον δεν είναι καμμένα χαρτιά για να είμαι και αισιόδοξη εεεεε),
η ΔΥΝΑΜΗ μου,
η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ μου,
η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ μου να δημιουργήσω και να προσφέρω,
ΟΛΑ μέσα στον κάδο

και η βρεφική πάνα τι να είναι; αντε να πούμε ότι είναι η λαχτάρα μου να καταλάβω τον κόσμο; να γίνα ένα με το σύμπαν; ουάχααα τι λέω πάλι.

ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ ΟΛΑ

Και το πιο εκπληκτικό φίλοι κι οχτροί είναι το εξής:

Ωχούουου και δε με νοιάζει...

Ωχούουου και δε με νοιάζει για όλα αυτά...
Άσε που άμα θέλω φτιάχνω καινούργια, γυαλιστερά και τρεμάμενα στο πρώτο άγγιγμα...

Κάθομαι εδώ πέρα και πίνω το γαλατάκι μου και νιώθω πως είναι ωραία η ζωή και χωρίς αλάτι και χωρίς πιπέρι.

Μια σκέτη από γιουβέτσι.

Και πως μ΄ αρέσει ωρεεεεε!!!!

Τρίτη 22 Μαΐου 2007

Ο Αλή Μπεμπά και οι σαράντα χέστες


Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο Αλή Μπεμπά, ο πιο γκαγκάν μπέμπουρας των Βαλκανίων. Ο Αλή Μπεμπά ήταν πολύ τσαμπουκαλεμένος μπέμπουρας αλλά επειδή είχε ένα χαμογελάκι γλυκό σαν σιροπάκι τους έριχνε όλους και τους έκανε ότι ήθελε.

Όμως ο Αλή Μπεμπά είχε ένα πολύ μεγάλο ελάττωμα. Έχεζε πολύ. Συχνά και πολύ. Το σιχτίρισμα της οικογένειάς του ήταν στερεοφωνικό και αέναο. Του γκρίνιαζαν συνεχώς. Ωωωωωχ πάλι έκανες κακάκια βρε τζαναμπέτη, πάλι βρώμησες την κοινωνία βρε φισφιρή, αμάν πια θα πεθάνουμε απ΄ τη μπόχα....

Ο Αλή Μπεμπά σημειωτέον, ΕΝΑ πράγμα δεν αντέχει: τη γκρίνια.

Δι΄ό και μια μέρα δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και πάει στο μεγάλο Βεζύλη της Μπεμπηίας (συνορεύει ανατολικώς με την Πομπηία, δυτικώς με την Μαμηία και νοτίως με τη Μαλακία, αμάν το παράκανα πια).


---Μεγάλε Βεζύρη του λέει,δεν ημπορώ άλλο. Δεν αντέχω. Με έχουνε πρήξει τα ραμόλια. ΄Το δικαίωμά μου στο χέσιμο είναι ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΟ. Τι να κάνω;


Ο Μεγάλος Βεζύρης, ο οποίος ήταν και ο σοφότερος σοφός της χώρας, έξυσε λίγο το κεφάλι του και σκέφτηκε τον καλύτερο τρόπο για να ξεφορτωθεί τον Αλή Μπεμπά.


---Σου ύπόσχομαι,του είπε, ότι αν καταφέρεις να σηκώσεις τον μεγάλο άσπρο ολίφαντα από τον τάφο του Προφήτη όπου έχει σωριαστεί με σπασμένα πόδια, θα κατακτήσεις 100 χρυσά φλουριά και το μεγάλο Βεζυρικό "δικαίωμα του αειχέστου".


Τρελλάθηκε ο μπεμπά. Να χέζει στον αιώνα τον άπαντα χωρίς γκρίνια...Τι όνειρο κι αυτό...Παίρνει δρόμο λοιπόν και βρίσκει ένα τελάλη.


---Εεεε του λέει, θέλω να γυρίσεις όλη την πόλη και να διαλαλήσεις ότι όποιος μπέμπουρας καταπιέζεται από τα ραμόλια του κατεστημένου, τους ανήχεστους και τους χεζαγνοούντες, μπορεί να ρθει το βράδυ στις εφτά στον τάφο του Προφήτη.


Εκατό μπέμπουρες βρεθήκανε στην ιερή πλατεία στις εφτά. Μεγάλοι χέστες όλοι. Αστέρια της χεστικής και μαίτρ της κλανοπόρδησης.

Ο Αλή Μπεμπά δίνει οδηγίες στους εργάτες που προσπαθούσαν με διάφορους ηλίθιους τρόπους να μετακινήσουν τον ολίφαντα από τον τάφο του Προφήτη, να μεταφέρουν λίγο παραπέρα το τεράστι ταψί που προσπαθούσαν να περάσουν κάτω από τα πόδια του ολίφαντα για να τον σηκώσουν. Ο καημένος ο ολίφαντας έκλαιγε από τον πόνο και την απελπισία. Λίγο είναι να σαι τόοοοοοοσο βαρύς και να βρεις να πέσεις με σπασμένα πόδια πάνω στον τάφο του προφήτη;

Μετά από 5 ώρες, με τις οδηγίες του Αλή Μπεμπά, που μην ξεχνάμε ότι ήταν ο πιο γκαγκάν μπέμπουρας των Βαλκανίων, ο ολίφαντας ήταν στη μια μεριά μιας τραμπάλας. Είχε ένα πολύ πλατύ δοκάρι από το άσπαστο μέταλλο τριφάχ από κάτω του και στο σημείο στήριξης της τραμπάλας, ήταν η πέτρα του Προφήτη. Στο άλλο κάθισμα της τραμπάλας κάθονταν αραχτοί και λάιτ οι εκατό χεστομπέμπουρες.


Και άρχισαν ένα χεσίδι...και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγη ώρα...


Και χέζανε και χέζανε...και πολύς αχός ακούγονταν πολλά τουφέκια πέφταν.

Ο μπέμπουρες κάναν πόλεμο με την αναπνοή μας...


Και για να μην τα πολυλογούμε...σε χρόνο μαγικό, οι μπεμπήδες φτάσανε το βάρος των τόνων του ολίφαντα και έγειρε η πλάστιγγα και σηκώθηκε ο δόλιος ο ζωάκης.


Κάθε μπέμπουρας πήρε ένα χρυσό φλουρί.

Κι ο μεγάλος γκαγκάν πήγε σπίτι του με το χαρτί του μεγάλου προνομίου του αειχέστου, άραξε στην αλλαξιέρα που τανε και ψηλά και υμνεί τη ζωή αλυπήτως με χεζοκατανύξεις νυχθημερόν έκτοτε...


Στο Σωτήρη και στη χαρά που μας δίνει